- σπάργωσις
σπάργωσις, ἡ, das Schwellen, Strotzen, μαστῶν, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπάργωσις, ἡ, das Schwellen, Strotzen, μαστῶν, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαργώσης — σπάργωσις fem nom/voc pl (doric aeolic) σπαργάω to be full to bursting pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπάργωση — η / σπάργωσις, ώσεως, ΝΑ νεοελλ. βοτ. η σπαργή αρχ. η σπάργησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σπάργησίς, πιθ. < αμάρτυρο ρ. *σπαργῶ, όω] … Dictionary of Greek
σπαργώνω — Ν γεμίζουν οι μαστοί μου γάλα, σπαργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαργῶ, άω «είμαι σφριγηλός, γεμάτος χυμούς», κατά τα ρ. σε ώνω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. *σπαργῶ, όω (πρβλ. και σπάργωσις)] … Dictionary of Greek