σπάργω

σπάργω

σπάργω, wickeln, bes. ein Kind in Windeln; σπάρξαν ἐν φάρεϊ λευκῷ, H. h. Apoll. 121 (vgl. σπαργανόω); Hesych. erklärt σπάρξαι, σπαργανῶσαι, σπαράξαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπαργώ — (I) σπαργῶ, άω, ΝΑ (για στήθος γυναίκας) είμαι γεμάτος γάλα (α. «στ ωραίο της στήθος, που σπαργά», Βιζυην. β. «ὅσαις νεοτόκοις μαστὸς ἦν σπαργῶν ἔτι», Ευρ.) νεοελλ. είμαι όλο σφρίγος, γεμάτος ζωή αρχ. 1. ιατρ. (σχετικά με σωματικά υγρά) είμαι… …   Dictionary of Greek

  • σπάργω — Α (επικ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) α) «σπάρξαι σπαργανώσαι» β. «σπάρξαι... σπαράξαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπάργανο] …   Dictionary of Greek

  • σπάρξαι — σπάργω aor imperat mid 2nd sg σπάργω aor inf act σπάρξαῑ , σπάργω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάρξαν — σπάργω aor part act neut nom/voc/acc sg σπάργω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαργώνω — Ν γεμίζουν οι μαστοί μου γάλα, σπαργώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαργῶ, άω «είμαι σφριγηλός, γεμάτος χυμούς», κατά τα ρ. σε ώνω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου τ. *σπαργῶ, όω (πρβλ. και σπάργωσις)] …   Dictionary of Greek

  • σπάργανο — το / σπάργανον, ΝΜΑ 1. επιμήκης και φαρδιά λωρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν τα βρέφη, κν. φασκιά 2. στον πληθ. τα σπάργανα το σύνολο τών πανιών με τα οποία συνήθιζαν παλαιότερα να τυλίγουν τα βρέφη, αλλ. πάνες νεοελλ. 1. βιολ. η… …   Dictionary of Greek

  • σπάργησιν — σπάργησις swelling fem acc sg σπάργω pres subj mp 2nd sg (epic) σπάργω pres subj act 3rd sg (epic) σπαργάω to be full to bursting pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάργησις — ήσεως, ἡ, Α [σπαργῶ, άω] διόγκωση, πρήξιμο που οφείλεται στην ύπαρξη ζωικών χυμών ή σε υπεραιμία …   Dictionary of Greek

  • σπάργωση — η / σπάργωσις, ώσεως, ΝΑ νεοελλ. βοτ. η σπαργή αρχ. η σπάργησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σπάργησίς, πιθ. < αμάρτυρο ρ. *σπαργῶ, όω] …   Dictionary of Greek

  • σπαράσσω — ΝΜΑ, και σπαράζω Ν, και αττ. τ. σπαράττω Α (ιδίως για σαρκοβόρο ζώο) κατασπαράζω, κατακομματιάζω, ξεσκίζω («σάρκας γεραιὰς ἐσπαρασσ ἀπ ὀστέων, Ευρ.) νεοελλ. μτφ. 1. (αμτβ.) αισθάνομαι βαθιά λύπη, μεγάλο ψυχικό πόνο 2. μέσ. σπαράζομαι δοκιμάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • σπαργή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. διόγκωση τού κυτταροπλάσματος και κυρίως τών χυμοτοπίων ενός φυτικού κυττάρου, η οποία οφείλεται στη διείσδυση νερού στο εσωτερικό τους, όταν το κύτταρο βυθίζεται σε ένα υποτονικό διάλυμα, δηλαδή σε ένα διάλυμα με μικρότερη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”