- σπηλάδιον
σπηλάδιον, τό, dim. zum Folgdn, Theopomp. bei Poll. 9, 16; Lob. Phryn. 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπηλάδιον, τό, dim. zum Folgdn, Theopomp. bei Poll. 9, 16; Lob. Phryn. 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπηλάδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπηλάδιον — τὸ, Α μικρή σπηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιον + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. σειρ άδιον). Ο τ. έχει γραφτεί σπηλάδιον (αντί τού αναμενόμενου σπηλᾴδιον) αναλογικά προς τα υποκορ. σε άδιον] … Dictionary of Greek