σπολάς

σπολάς

σπολάς, άδος, ἡ, Fell, Soph. frg. 16; Kleid von Fellen, Pelz, Ar. Av. 933. 935. 944, Schol. διφϑέρα ὁποιαοῠν, χιτὼν δερμάτινος; nach Poll. 7, 70 ein lederner Harnisch, aus Xen., vielleicht An. 3, 3, 20, wo jetzt στολάς steht.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπολάς — σπολά̱ς , σπολά fem acc pl σπολάς leathern garment fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπολάδα — σπολάς leathern garment fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπολάδες — σπολάς leathern garment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπολάδι — σπολάς leathern garment fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπολάδος — σπολάς leathern garment fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπολάδα — η / σπολάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. είδος θώρακα από χοντρό λινό ή λεπτό δέρμα για αυτούς που ασκούνται στην ξιφασκία αρχ. δερμάτινο ιμάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. έχει σχηματιστεί με επίθημα άς, άδος (πρβλ. δορκ άς), πιθ. μέσω αμάρτυρων *σπόλος …   Dictionary of Greek

  • Spolas — Eine Spolas (griechisch σπολάς) war eine Rüstung im antiken Griechenland. Beschreibung Die Spolas war ein Brustpanzer, der aus Leder gefertigt wurde. Sie bestand aus einer dicken Tunika, auf die Lederstreifen genäht wurden. Sie war eine sehr …   Deutsch Wikipedia

  • δασπλήτις — δασπλῆτις ( ιδος), η (Α) τρομερή, φρικτή, φοβερή («θεὰ δασπλῆτις Έρινύς», «χαῑρ Έκάτα δασπλῆτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ., για την ερμηνεία τής οποίας έχουν υποστηριχθεί πολλές απόψεις. Εάν υποτεθεί ότι η λ. είναι σύνθετη, τότε το β… …   Dictionary of Greek

  • σπέλεθος — ή πέλεθος, ὁ, Α τα κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το επίθημα θος (πρβλ. όν θος, σπύρα θος), και πιθ. τα διπλά σύμφωνα τών τύπων σπέλληξι* και πελλία*. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

  • σφάλλω — ΝΜΑ (ενεργ. και μέσ.) 1. κάνω λάθος, πέφτω σε σφάλμα 2. αμαρτάνω νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) βλ. εσφαλμένος αρχ. 1. κάνω κάποιον να πέσει, ιδίως με τρικλοποδιά 2. αναγκάζω πλοίο να ξεφύγει από τον δρόμο του («τὰς δὲ βαρβαρικὰς [ναῡς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”