- σπονδήσιμος
σπονδήσιμος, zum Trankopfer gehörig, Philemon bei Ath. XIV, 645 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπονδήσιμος, zum Trankopfer gehörig, Philemon bei Ath. XIV, 645 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπονδήσιμος — ον, Α αυτός που αρμόζει σε σπονδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή, κατά τα επί θ. σε (ησ)ιμος (πρβλ. θανατ ήσιμος)] … Dictionary of Greek
σπονδήσιμα — σπονδήσιμος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)