- σπονδύλη
σπονδύλη, ἡ, s. das att. σφονδύλη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπονδύλη, ἡ, s. das att. σφονδύλη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπονδύλη — ἡ, Α βλ. σφονδύλη … Dictionary of Greek
σφονδύλη — και δ. γρφ. σπονδύλη, ἡ, Α 1. είδος εντόμου που ζει στις ρίζες τών φυτών, πιθ. είδος σκαραβαίου που αναδίδει πολύ έντονη και δυσάρεστη οσμή 2. (ο τ. σπονδύλη) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ γαλῆ παρ Ἀττικοῑς». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λέξη, η οποία… … Dictionary of Greek
Καραντινός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής εποχής από τα Κάραντα (αρχ. Καρύανδα) της Μικράς Ασίας. 1. Θεόδωρος (τέλη 10ου αι.). Υποναύαρχος του βυζαντινού στόλου κατά τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του αυτοκράτορα Βασίλειου B’ του… … Dictionary of Greek