- σπονδύλιον
σπονδύλιον, τό, und σπονδύλιος, ὁ, s. σφονδύλιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπονδύλιον, τό, und σπονδύλιος, ὁ, s. σφονδύλιον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπονδύλιον — τὸ, Α βλ. σφοντύλι … Dictionary of Greek
σφονδύλιον — και σπονδύλιον, το, ΜΑ, και σφονδύλειον Α βλ. σφοντύλι … Dictionary of Greek
σφοντύλι — το / σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α νεοελλ. 1. είδος πτηνού 2. φρ. «τού ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι» ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο… … Dictionary of Greek