- σπογγάριον
σπογγάριον, τό, dim. von σπόγγος, kleiner Schwamm, M. Ant. 5, 9. – Eine Salbe, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπογγάριον, τό, dim. von σπόγγος, kleiner Schwamm, M. Ant. 5, 9. – Eine Salbe, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπογγάριον — a kind of eye salve neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγάριον — τὸ, ΜΑ [σπόγγος] μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι αρχ. είδος αλοιφής για τα μάτια … Dictionary of Greek
σπογγαρίου — σπογγάριον a kind of eye salve neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπογγαρίῳ — σπογγάριον a kind of eye salve neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφουγγάρι — το / σφογγάριον, ΝΜΑ, και σφογγάρι Ν νεοελλ. 1. ο σπόγγος 2. συνεκδ. πλαστικό πορώδες κατασκεύασμα που μοιάζει με το παραπάνω ζωόφυτο και το οποίο χρησιμοποιείται όπως αυτό 3. φρ. α) «πίνει σαν σφουγγάρι» είναι μεγάλος πότης, είναι μέθυσος β)… … Dictionary of Greek