- σπογγο-θήρας
σπογγο-θήρας, ὁ, der auf Schwämme Jagd macht, Poll. 1, 96 u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπογγο-θήρας, ὁ, der auf Schwämme Jagd macht, Poll. 1, 96 u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υγροθηρική — ἡ, Α (ενν. τέχνη) η αλιεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + θηρική (< θήρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. σπογγο θηρική] … Dictionary of Greek