σπαλίων

σπαλίων

σπαλίων, , ein Schutzdach von Flechtwerk bei Belagerungsarbeiten, vinea, Suid. u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπαλίων — wicker roof masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαλίων — ωνος, ὁ, ΜΑ μσν. (στο Βυζ.) είδος πολιορκητικής μηχανής, πίσω από την οποία καλύπτονταν οι στρατιώτες, πλησίαζαν τα εχθρικά τείχη και τά υπέσκαπταν αρχ. σκεπή από πλέγμα λυγαριάς που χρησίμευε για την προφύλαξη τών στρατιωτών …   Dictionary of Greek

  • σπαλιώνων — σπαλίων wicker roof masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαλίωνα — σπαλίων wicker roof masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαλίωνας — σπαλίων wicker roof masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαλίωνες — σπαλίων wicker roof masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαλίωνος — σπαλίων wicker roof masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… …   Dictionary of Greek

  • ψαλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) είδος χαλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. ψάλλω «σφίγγω, πιάνω, τραβώ» δεν θεωρείται πιθανή. Κατ άλλη άποψη, το θ. ψαλ τού τ. έχει προέλθει με αντιμετάθεση τών αρκτικών συμφ. από το θ. σπαλ , που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”