- σπαθίτης
σπαθίτης, ὁ, οἶνος, der von der Palme gemachte oder mit der σπάϑη der Palme angemachte Wein, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαθίτης, ὁ, οἶνος, der von der Palme gemachte oder mit der σπάϑη der Palme angemachte Wein, Alex. Trall.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαθίτης — ὁ, Α φρ. «σπαθίτης οἶνος» οίνος που παρασκευάζεται από φοινίκια, από χουρμάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη «κλαδί φοίνικα» + κατάλ. ίτης (πρβλ. μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek
σπαθίτην — σπαθίτης palm masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθίτου — σπαθίτης palm masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαθίτῃ — σπαθίτης palm masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τσεχία — Συνορεύει στα βόρεια με τη Γερμανία και την Πολωνία, στα νότια με τη Αυστρία και στα νοτιοανατολικά με τη Σλοβακία.Όταν διασπάστηκε η Τσεχοσλοβακία, στη Δημοκρατία της Τσεχίας παρέμειναν το ιστορικό βασίλειο της Βοημίας, η Μοραβία και τμήμα της… … Dictionary of Greek