σπανιάκις

σπανιάκις

σπανιάκις, adv., selten; Luc. rhet. praec. 47; Hermogen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπανιάκις — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπανιάκις — Α επίρρ. σπανίως, σπάνια («σπανιάκις είρημένα ὑπὸ τῶν πάλαι», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + επιρρμ. κατάλ. ακις (πρβλ. πολλ άκις)] …   Dictionary of Greek

  • -κις — (AM κις, Α λακων. τ. κιν) κατάληξη επιρρημάτων που δηλώνουν συχνότητα. Αρχικά απαντά στον τ. πολλά κις* (που αντιστοιχεί μορφολογικά και σημασιολογικά ακριβώς προς τον αρχ. ινδ. purũ ciό, από τον οποίο επεκτάθηκε και σε άλλα επιρρ. (συχνάκις,… …   Dictionary of Greek

  • ψιλωτής — ο, ΝΜ [ψιλῶ] αυτός που αποψιλώνει νεοελλ. ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους δίπτερων εντόμων β) παλαιότερη ονομασία γένους κολεόπτερων εντόμων μσν. γραμμ. α) αυτός που χρησιμοποιεί ψιλή αντί τής δασείας («ψιλωταὶ οἱ Ἴωνες», Τζέτζ.) β) αυτός που …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՕՍՐ — (ի, ից. եւ անօսրունք, անօսունք.) NBH 1 0256 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c ա. ԱՆՕՍՐ որ եւ ՆՕՍՐ. λεπτός, ἁραιός, σπάνιος tenuis, subtilis, rarus Անգայտ. նուրբ. բարակ. թեթեւ. սակաւագիւտ. ցանցառ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՆՕՍՐԱԳՈՅՆ — (գունի, ից.) NBH 1 0256 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 11c, 12c ա. λεπτώτερος, λεπτώτατος tenuior, tenuissimus, ἀραιότερος rarior, ἑπαφρότατος levissimus Առաւել կամ կարի անօսր (ըստ ամենայն առման). *Ի թեթեւ նիւթոյն, եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”