- σπανιότης
σπανιότης, ητος, ἡ, = Folgdm; τῆς γῆς, Isocr. 4, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπανιότης, ητος, ἡ, = Folgdm; τῆς γῆς, Isocr. 4, 34.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπανιότης — lack fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανιότησιν — σπανιότης lack fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανιότητα — σπανιότης lack fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανιότητι — σπανιότης lack fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπανιότητα — η / σπανιότης, ητος, ΝΑ [σπάνιος] 1. το να είναι κάτι σπάνιο 2. έλλειψη, ανεπάρκεια … Dictionary of Greek