σπασμός

σπασμός

σπασμός, ὁ, = σπάσις, Zuckung, Krampf; βρυχώμενον σπασμοῖσι, Soph. Trach. 802, vgl. 1072; Ar. Lys. 845. 1089, in obscönem Sinne; Her. 4, 187; Thuc. 2, 49 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπασμός — convulsion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμός — ο, ΝΜΑ [σπάω / σπῶ] 1. βίαια σύσπαση ενός ή πολλών μυών 2. καθεμία από τις συσπάσεις κατά την κρίση επιληψίας νεοελλ. 1. ιατρ. ακούσια συστολή μεμονωμένων μυών ή ολόκληρων μυικών ομάδων που μπορεί να είναι συνεχής, διακεκομμένη ή εναλλάξ συνεχής… …   Dictionary of Greek

  • σπασμός — ο 1. ακούσια συστολή μυών ή νεύρων. 2. απότομη και μικρής διάρκειας κίνηση: Όταν τον πιάνει η νευρική κρίση, καταλαμβάνεται από σπασμούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλονικός σπασμός — Διαταραγμένη αντίδραση των μυών, κατά την οποία το τέντωμα προκαλεί μια σειρά γρήγορων μυϊκών συσπάσεων …   Dictionary of Greek

  • σπασμοῖς — σπασμός convulsion masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμοῖσι — σπασμός convulsion masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμοῖσιν — σπασμός convulsion masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμοί — σπασμός convulsion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμοῦ — σπασμός convulsion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμούς — σπασμός convulsion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπασμῶν — σπασμός convulsion masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”