σπαστικός

σπαστικός

σπαστικός, ziehend, zuckend, Arist. H. A. 10, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …   Dictionary of Greek

  • σπαστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί σπασμούς: Του έδωσε σπαστικά φάρμακα. 2. μτφ., άνθρωπος που δεν ελέγχει τις κινήσεις των μελών του σώματός του, γιατί πάσχει από σπαστική παραλυσία. 3. ο εκνευριστικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπαστικά — σπαστικός drawing in neut nom/voc/acc pl σπαστικά̱ , σπαστικός drawing in fem nom/voc/acc dual σπαστικά̱ , σπαστικός drawing in fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστικόν — σπαστικός drawing in masc acc sg σπαστικός drawing in neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστικοῖς — σπαστικός drawing in masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστικούς — σπαστικός drawing in masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστικῆς — σπαστικός drawing in fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαστική — σπαστικός drawing in fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Espasticidad — Saltar a navegación, búsqueda La espasticidad (del gr. σπαστικός, derivado de σπᾶν, arrancar ) es un síntoma que refleja un trastorno motor del sistema nervioso en el que algunos músculos se mantienen permanentemente contraídos. Dicha contracción …   Wikipedia Español

  • espástico — espástico, a adj. Med. *Rígido por un espasmo permanente. * * * espástico, ca. (Del gr. σπαστικός, der. de σπᾶν, arrancar, tironear). adj. Perteneciente o relativo a la espasticidad. || 2. Que está afectado de espasticidad. Apl. a pers., u. t. c …   Enciclopedia Universal

  • -τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”