σπαραγμός

σπαραγμός

σπαραγμός, , das Zerren, Zucken, der Krampf; Aesch. frg. 155; ὡς διώδυνος σπαραγμὸς αὐτοῠ πνευμόνων ἀνϑήψατο, Soph. Trach. 775, vgl. 1244; δίαιμον ὄνυχα τιϑεμένα σπαραγμοῖς, Eur. Hec. 657; ἀπὸ χαίτας σπαραγμοῖς, Phoen. 1525, u. öfter; auch Plut. Alex. 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπαραγμός — tearing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμός — ο, ΝΜΑ [σπαράσσω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαράσσω, σπάραγμα νεοελλ. βαθιά θλίψη, συντριβή αρχ. 1. σπασμός 2. αγωνία …   Dictionary of Greek

  • σπαραγμός — ο 1. κατασπάραξη. 2. βαθιά θλίψη, πόνος ψυχικός: Ένιωσε σπαραγμό μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπαραγμοῖς — σπαραγμός tearing masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμοί — σπαραγμός tearing masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμοῦ — σπαραγμός tearing masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμούς — σπαραγμός tearing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμῶν — σπαραγμός tearing masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμῷ — σπαραγμός tearing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαραγμόν — σπαραγμός tearing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Sparagmos — (Greek: σπαραγμός) refers to an ancient Dionysian ritual in which a living animal, or sometimes even a human being, would be sacrificed by being dismembered, by the tearing apart of limbs from the body. Sparagmos was frequently followed by… …   Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”