- σπαργή
σπαργή, ἡ, wie ὀργή, schwellender, strotzender Trieb, Begier, Wollust, übh. Leidenschaft, Zorn, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαργή, ἡ, wie ὀργή, schwellender, strotzender Trieb, Begier, Wollust, übh. Leidenschaft, Zorn, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σπαργή — η, ΝΑ νεοελλ. 1. διόγκωση τού κυτταροπλάσματος και κυρίως τών χυμοτοπίων ενός φυτικού κυττάρου, η οποία οφείλεται στη διείσδυση νερού στο εσωτερικό τους, όταν το κύτταρο βυθίζεται σε ένα υποτονικό διάλυμα, δηλαδή σε ένα διάλυμα με μικρότερη… … Dictionary of Greek
σπάργωση — η / σπάργωσις, ώσεως, ΝΑ νεοελλ. βοτ. η σπαργή αρχ. η σπάργησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σπάργησίς, πιθ. < αμάρτυρο ρ. *σπαργῶ, όω] … Dictionary of Greek
τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… … Dictionary of Greek
dher-1, dherǝ- — dher 1, dherǝ English meaning: a kind of deposit or dreg Deutsche Übersetzung: in kons. extensions “trũber Bodensatz einer Flũssigkeit, also allgemeiner von Schmutz, Widerlichkeit, von quatschigem weather, von trũben Farbentönen… … Proto-Indo-European etymological dictionary