σπαρτίον

σπαρτίον

σπαρτίον, τό, dim. von σπάρτη, σπάρτον, ein kleiner Strick; Ar. Pax 1213 σπαρτίοις ἠρτημένην πλάστιγγα πρόςϑες, Schol. ἔκδησόν τι μεσαίτατον σπάρτῳ, ἵνα τρυτάνη γένηται. Auch der Mittelpunkt des Waagebalkens, an welchem die Waage aufgehängt wird, die Scheere, Arist. mechan. 2, 3. – Auch = σπάρτος, der Strauch, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπαρτίον — small cord neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίον — το, ΜΑ [σπάρτον] 1. μικρό σχοινί από σπάρτο 2. σχοινί από το οποίο κρεμούσαν τη φάλαγγα τής ζυγαριάς 3. σχοινί για μέτρηση μσν. το νήμα τής στάθμης αρχ. το φυτό σπάρτο …   Dictionary of Greek

  • σπαρτία — σπαρτίον small cord neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίοις — σπαρτίον small cord neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίου — σπαρτίον small cord neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίων — σπαρτίον small cord neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπαρτίῳ — σπαρτίον small cord neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • уже — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  =  сущ. (греч. σχοίνιον) веревка, канат, наследство, (σχοίνιον,… …   Словарь церковнославянского языка

  • SPARTUM — Graece Σπαρτον, apud Veteres usurpatum reperitur, de herbis omnibus ad vitilia, nexilia et extilia aptis, ut sunt linum, cannabis, iunci, genistae, aliaque id genus. Quod vel ex Dioscoride patet, ubi Σπαρτίον describens genistam exprimit, vitibus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έντριτος — (AM ἔντριτος, ον) (για σχοινί) φρ. «ἔντριτον λίνον ή σπαρτίον ή σχοινίον» το σχοινί που κατασκευάζεται από τρία συνεστραμμένα έμβολα*, δηλ. από τρεις κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο μσν. 1. αυτός που μεσιτεύει, ο μεσεγγυητής 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • λαλιά — η (AM λαλιά, Α ποιητ. τ. λαλιή) [λαλώ] ομιλία, λόγος, φωνή (α. «λαλιά δεν έβγαλε από το στόμα του» β. «ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία», ΠΔ) νεοελλ. 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού, λάλημα («καρτερούσες τού κράχτη πετεινού τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”