πῡθιο-νίκη

πῡθιο-νίκη

πῡθιο-νίκη, , der pythische Sieg, Hel. 4, 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυθιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφή ή θετή κόρη του Ερμεία, σύζυγος του Αριστοτέλη. 2. Κόρη του Αριστοτέλη και της Π. (1). 3. Δούλη της συζύγου του Νέρωνα Οκταβίας, που βασανίστηκε, χωρίς να υποκύψει, από τον ευνοούμενο του Νέρωνα Τιγελλίνο για… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Ισθμιονίκης — Ἰσθμιονίκης και Ἰσθμιόνικος, ὁ (Α) 1. ο νικητής στους Ισθμιακούς αγώνες, στα Ίσθμια 2. στον πληθ. Ἰσθμιονῑκαι και Ἰσθμιόνικοι τίτλος ενός βιβλίου τών ωδών τού Πινδάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἴσθμια + νίκης (< νίκη), πρβλ. Ολυμπιο νίκης, Πυθιο νίκης] …   Dictionary of Greek

  • καρνεονίκης — και δωρ. τ. καρνεονίκας, ὁ (Α) 1. επιγρ. νικητής στα Κάρνεια, στους Καρνείους αγώνες 2. στον πληθ. Καρνεονῑκαι τίτλος έργου τού Ελλανίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρνεια, ονομ. εορτής (βλ. κάρνειος) + νίκης (< νίκη), πρβλ. ολυμπιο νίκης πυθιο νίκης] …   Dictionary of Greek

  • ολυμπιονίκης — ο (Α ὀλυμπιονίκης και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκας) (ως ουσ. και ως επίθ.) νικητής σε Ολυμπακούς Αγώνες (α. «ζήσουσί τε τοῡ μακαριστοῡ βίου, ὃν οἱ ὀλυμπιονῑκαι ζῶσι», Πλάτ. β. «Ὀλυμπιονίκαν ὕμνον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκης (< νίκη), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ολυμπιόνικος — ὀλυμπιόνικος, ον (Α) αυτός που νικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νικος (< νίκη), πρβλ. αριστό νικος, πυθιό νικος] …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”