- πῡο-ειδής
πῡο-ειδής, ές, eiterartig; Arist. H. A. 6, 18; Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῡο-ειδής, ές, eiterartig; Arist. H. A. 6, 18; Medic.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχωροειδή — ἰχωροειδής, ές (Α) αυτός που μοιάζει με ιχώρα, με πύο ή με ορό, πυώδης, ορώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχώρ, ἰχῶρος + ειδής (πρβλ. φλογο ειδής, χολο ειδής)] … Dictionary of Greek