- πῡρήνιον
πῡρήνιον, τό, dim. von πυρήν, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῡρήνιον, τό, dim. von πυρήν, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυρήνιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρηνίου — πυρήνιον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρηνίων — πυρήνιον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
πυρήνιο — το / πυρήνιον, ΝΑ (με υποκορ. σημ.) 1. μικρός πυρήνας, κουκουτσάκι 2. πυρηνίδιο νεοελλ. ανατ. μικρός κόκκος, πυρηνίσκος μέσα στους πυρήνες τών κυττάρων … Dictionary of Greek