πῡρήν

πῡρήν

πῡρήν, ῆνος, ὁ, der harte Kern des Steinobstes, Her. 2, 92. 4, 23 u. Folgde; Pol. 12, 2, 4; auch der Weinbeeren, Arist. probl. 24, 10; der Fichtenzapfen, Pinienkern, Inscr. 123. Auch vom Salz, Weihrauch u. ähnlich, ein Korn; der harte Knochen der Fische, im Ggstz der Knorpeln; – der runde Knopf an der Sonde, s. πυρηνοσμίλη. – Die Schreibart πύῤῥην scheint ganz verwerflich und nur aus Unkenntniß der Länge des υ entstanden.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρήν — πυρή funeral pyre fem acc sg (epic ionic) πυρήν stone masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρῆνα — πυρήν stone masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρῆνας — πυρήν stone masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρῆνες — πυρήν stone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρῆνι — πυρήν stone masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρῆνος — πυρήν stone masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρήνων — πυρήν stone masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

  • πυρά — (I) η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. πυρή, ής, Α 1. ο τόπος όπου ανάβεται φωτιά, εστία 2. η φωτιά που παράγεται από την καύση συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, κοπέλι, στην πυρά, να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.) 3. μτφ. η ερωτική… …   Dictionary of Greek

  • Хроматофоры — (носители окраски) этим именем можно назвать все окрашенные тела, заключающиеся в клетках растений, но специально им называются таковые, заключающиеся в клетках водорослей (см.), в отличие от хлорофилльных зерен (см.) и хромопластов (см.),… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”