πυρήν — πυρή funeral pyre fem acc sg (epic ionic) πυρήν stone masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρῆνα — πυρήν stone masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρῆνας — πυρήν stone masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρῆνες — πυρήν stone masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρῆνι — πυρήν stone masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρῆνος — πυρήν stone masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρήνων — πυρήν stone masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… … Dictionary of Greek
πυρήνας — Δομικό συστατικό, που σε κάθε κύτταρο, ζωικό ή φυτικό, διαδραματίζει βασικό ρόλο στη σύνθεση των ειδικών πρωτεϊνών και στις διεργασίες αναπαραγωγής. Συνήθως πρόκειται για ένα σφαιρικό στοιχείο που, οροθετούμενο από μια δική του μεμβράνη,… … Dictionary of Greek
πυρά — (I) η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. πυρή, ής, Α 1. ο τόπος όπου ανάβεται φωτιά, εστία 2. η φωτιά που παράγεται από την καύση συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, κοπέλι, στην πυρά, να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.) 3. μτφ. η ερωτική… … Dictionary of Greek
Хроматофоры — (носители окраски) этим именем можно назвать все окрашенные тела, заключающиеся в клетках растений, но специально им называются таковые, заключающиеся в клетках водорослей (см.), в отличие от хлорофилльных зерен (см.) и хромопластов (см.),… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона