- πῑλητικός
πῑλητικός, zum Krämpen, Filzen gehörig, dazu dienlich, ἡ πιλητική, sc. τέχνη, die Kunst des Filzers; Plat. Polit. 280 c; Arist. probl. 14, 8 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῑλητικός, zum Krämpen, Filzen gehörig, dazu dienlich, ἡ πιλητική, sc. τέχνη, die Kunst des Filzers; Plat. Polit. 280 c; Arist. probl. 14, 8 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιλητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικός — ή, όν, Α [πιλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίληση 2. (για το ψύχος) εκείνος που προκαλεί συμπύκνωση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλητική η τέχνη τού πιλητή … Dictionary of Greek
πιλητικά — πιλητικός of neut nom/voc/acc pl πιλητικά̱ , πιλητικός of fem nom/voc/acc dual πιλητικά̱ , πιλητικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικόν — πιλητικός of masc acc sg πιλητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικῆς — πιλητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητική — πιλητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικήν — πιλητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιλητικάς — πιλητικά̱ς , πιλητικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)