πῑλητός

πῑλητός

πῑλητός, 1) gekrämpt, gefilzt, κτήματα, Plat. Tim. 74 b. – 2) übh. zusammengedrängt, verdichtet, was sich zusammen drücken, pressen läßt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιλητός — ή, όν, Α [πιλώ (Ι)] 1. (για ενδύματα και υφάσματα) κατασκευασμένος από πίλημα ή με πίληση 2. αυτός που μπορεί να υποστεί πίληση, συμπιεστός …   Dictionary of Greek

  • πιλητά — πιλητός made of felt neut nom/voc/acc pl πιλητά̱ , πιλητός made of felt fem nom/voc/acc dual πιλητά̱ , πιλητός made of felt fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλητῶν — πιλητός made of felt fem gen pl πιλητός made of felt masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλητόν — πιλητός made of felt masc acc sg πιλητός made of felt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιληταί — πιλητός made of felt fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλητοῖς — πιλητός made of felt masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλητοῦ — πιλητός made of felt masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλητούς — πιλητός made of felt masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απίλητος — ἀπίλητος, ον (Α) ο ασυμπίεστος, ο ελαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πιλητός < πιλώ «συμπιέζω, συνθλίβω»] …   Dictionary of Greek

  • ευπίλητος — εὐπίλητος, ον (Α) αυτός που είναι καλά συμπιεσμένος, πυκνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πιλητός (< πιλώ «πιέζω»)] …   Dictionary of Greek

  • πιλητικός — ή, όν, Α [πιλητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πίληση 2. (για το ψύχος) εκείνος που προκαλεί συμπύκνωση 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πιλητική η τέχνη τού πιλητή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”