- πῑαλέος
πῑαλέος, poet. = πίων, πόσις, Nic. Al. 360; Heliod. bei Stob. Fl. 100, 6; χίμαρος, Gaetul. 3 (VI, 190); φϑοΐς, Phani. 5 (VI, 299).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῑαλέος, poet. = πίων, πόσις, Nic. Al. 360; Heliod. bei Stob. Fl. 100, 6; χίμαρος, Gaetul. 3 (VI, 190); φϑοΐς, Phani. 5 (VI, 299).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιαλέος — α, ον, Α (ιων. ποιητ., μτγν. τ.) 1. παχύς, ευτραφής, σωματώδης («εἰ δ ἐλάσσεις καὶ πενίην, δώσω πταλέον χίμαρον [=τράγο]» Ανθ. Παλ.) 2. πλούσιος, εύπορος («πιαλέος πόσις», Νίκανδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖ αρ «πάχος, λίπος» + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ… … Dictionary of Greek
πιαλέα — πῑαλέα , πιαλέος rich neut nom/voc/acc pl πῑαλέᾱ , πιαλέος rich fem nom/voc/acc dual πῑαλέᾱ , πιαλέος rich fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιαλέαι — πῑαλέαι , πιαλέος rich fem nom/voc pl πῑαλέᾱͅ , πιαλέος rich fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιαλέον — πῑαλέον , πιαλέος rich masc acc sg πῑαλέον , πιαλέος rich neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… … Dictionary of Greek
σίαλος — (I) ο, ΝΜΑ το σάλιο, αλλ. σίαλο(ν) και σίελο(ν) και σίελος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού σίαλον / σίελον κατά τα αρσ.]. (II) και σίελος, ὁ, Α 1. ο παχύς και τρυφερός χοίρος, το θρεφτάρι 2. πάχος, λίπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την… … Dictionary of Greek
πιαλέη — πῑαλέη , πιαλέος rich fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιαλέην — πῑαλέην , πιαλέος rich fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιαλέης — πῑαλέης , πιαλέος rich fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιαλέοι — πῑαλέοι , πιαλέος rich masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιαλέοις — πῑαλέοις , πιαλέος rich masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)