- πῑδακόεις
πῑδακόεις, εσσα, εν, quellig, quellreich, λιβάς, Eur. Andr. 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῑδακόεις, εσσα, εν, quellig, quellreich, λιβάς, Eur. Andr. 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιδακόεις — εσσα, εν, Α 1. γεμάτος από πηγές, από αναβρύστρες («Ἄσκρην, ἥ θ Ἑλικῶνα ἔχει πόδα πιδακόεντα», Ηγησίν.) 2. αυτός που αναβλύζει σαν πηγή («τάκομαι ὡς πετρίνα πιδακόεσσα λιβάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, ακος + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
πιδακόεντα — πῑδακόεντα , πιδακόεις full of springs neut nom/voc/acc pl πῑδακόεντα , πιδακόεις full of springs masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
πιδακώδης — ες, Α [πίδαξ, ακος] 1. πιδακόεις*, γεμάτος από πηγές («πιδακώδεις τόποι τῆς γῆς», Πλούτ.) 2. φρ. «πιδακώδης σάρξ» (για τους μαστούς τής γυναίκας) σάρκα που αναβλύζει το γάλα σαν πηγή (Πλούτ.) … Dictionary of Greek
πιδακοέσσης — πῑδακοέσσης , πιδακόεις full of springs fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιδακόεσσα — πῑδακόεσσα , πιδακόεις full of springs fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιδακόεσσαν — πῑδακόεσσαν , πιδακόεις full of springs fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)