πῑμελής

πῑμελής

πῑμελής, ές, fett, Arist. u. Folgde; ὄρνις πιμελεστέρα, Luc. Conv. 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιμελῆς — πῑμελῆς , πιμελή soft fat fem gen sg (attic epic ionic) πῑμελῆς , πιμελής fat masc/fem acc pl (attic epic doric) πῑμελῆς , πιμελής fat masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιμελής — πῑμελής , πιμελής fat masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιμελής — ές, Α [πιμελή] λιπώδης, παχύς …   Dictionary of Greek

  • πιμελῆ — πῑμελῆ , πιμελής fat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῑμελῆ , πιμελής fat masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πῑμελῆ , πιμελής fat masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιμελεστέρα — πῑμελεστέρᾱ , πιμελής fat fem nom/voc/acc comp dual πῑμελεστέρᾱ , πιμελής fat fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιμελεῖς — πῑμελεῖς , πιμελής fat masc/fem acc pl πῑμελεῖς , πιμελής fat masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιμελές — πῑμελές , πιμελής fat masc/fem voc sg πῑμελές , πιμελής fat neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • дидрага — ДИДРАГ|А (1*), Ы с. Жир, сало: Всѩ дади(м) ѹды б҃у. иже на земли всѩ оч(с)тимъ. не остави(м) ни повраза ˫атренаго ни истесъ с дидрагою. ни кое˫а же части телесны˫а. ни оного ни сего. (μετὰ τῆς πιμελῆς) ГБ XIV, 44б …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καταπιμελής — καταπιμελής, ές (Α) πολύ παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πιμελής «παχύς»] …   Dictionary of Greek

  • καταρρυής — καταρρυής, ές (Α) 1. αυτός που ρέει προς τα κάτω γλιστρώντας 2. (για λιπαρές σάρκες που θερμαίνονται) σταλάζω λίπος («καταρρυεῑς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αόρ. β ἐ ρρύ ην), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πιμελεστέρου — πῑμελεστέρου , πιμελής fat masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”