πῑμελή

πῑμελή

πῑμελή, , das Fett, zum Unterschied von στέαρ als χυτὸν καὶ ἄπηκτον bezeichnet, Arist. A. H. 3, 17; vom Fette der Opferthiere, Soph. Ant. 998; Her. 2, 40. 47; Plut. Symp. 3, 4, 3. – Die Sahne der Milch, Philostr. imagg. 1, 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιμελῇ — πῑμελῇ , πιμελή soft fat fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιμελή — πῑμελή , πιμελή soft fat fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιμελή — η, ΝΑ νεοελλ. το φυτό πιμελέα αρχ. 1. το μαλακό λίπος, το πάχος, το ξίγγι 2. η κορφή, η κρέμα τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίαρ] …   Dictionary of Greek

  • πιμελῆ — πῑμελῆ , πιμελής fat neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πῑμελῆ , πιμελής fat masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πῑμελῆ , πιμελής fat masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίαρ — τὸ, Α (επικ. και ιων. τ., μόνο σε ονομ. και αιτ.) 1. πάχος, λίπος, ξύγγι («βοῶν ἐκ πῑαρ ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.) 2. κάθε λιπαρή ή παχύρρευστη ουσία («πῑαρ ἐλαίης», Απολλ. Ρόδ.) 3. ο παχύρρευστος χυμός ορισμένων δέντρων 4. το γάλα τής συκιάς 5. οι… …   Dictionary of Greek

  • πιμελώδης — ες, Α [πιμελή] ο γεμάτος πιμελή, λιπώδης …   Dictionary of Greek

  • απίμελος — ἀπίμελος, ον (Α) αυτός που δεν έχει λίπος, ο άπαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + πιμελή «λίπος, πάχος»] …   Dictionary of Greek

  • εμπίμελος — ἐμπίμελος, ον (Α) αυτός που έχει πιμελή, πάχος …   Dictionary of Greek

  • ζαπίμελος — ζαπίμελος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) πολύ παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζα * + πιμελή «πάχος»] …   Dictionary of Greek

  • θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… …   Dictionary of Greek

  • καταπίμελος — καταπίμελος, ον (Α) 1. (για πρόσ. ή αγρούς) καταπιμελής*, πολύ πλούσιος ή εύφορος 2. πολύ λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πίμελος «λιπαρός» (< πιμελή «μαλακό λίπος»), πρβλ. εμ πίμελος, περι πίμελος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”