πῑδύω

πῑδύω

πῑδύω, aufquellen, durchquellen u. durchsintern lassen; πιδυούσης εἰς ἓν τῆς γῆς τὰς ἀρχὰς τῶν ποταμῶν, Arist. meteorl. 1, 13, 5; gew. im med. hervorquellen, sprudeln, αἷμα διὲκ ῥινῶν τε καὶ αὐχένος πιδύεται, Nic. Ther. 302, Schol. πηδᾷ. Die Gramm. haben auch πηδύω u. leiten es falsch von πηδάω ab.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιδύω — πῑδύω , πιδύω gush forth pres subj act 1st sg πῑδύω , πιδύω gush forth pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιδύω — Α αναβλύζω, βγαίνω, ξεπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, μέσω αμάρτυρου *πῖδυς (βλ. πίδακας)] …   Dictionary of Greek

  • διαπιδύει — διαπῑδύει , διά πιδύω gush forth pres ind mp 2nd sg διαπῑδύει , διά πιδύω gush forth pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιδύει — πῑδύει , πιδύω gush forth pres ind mp 2nd sg πῑδύει , πιδύω gush forth pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιδύουσιν — πῑδύουσιν , πιδύω gush forth pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πῑδύουσιν , πιδύω gush forth pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπιδύει — ἀποπῑδύει , ἀπό πιδύω gush forth pres ind mp 2nd sg ἀποπῑδύει , ἀπό πιδύω gush forth pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπιδύω — ἀναπιδύω (AM) [πιδύω] αναβλύζω, αναβρύω …   Dictionary of Greek

  • διαπιδύω — (Α διαπιδύω) [πιδύω] ρέω αργά μέσα από τους πόρους τού σώματος αρχ. διυλίζω, διηθώ …   Dictionary of Greek

  • πίσος — (I) και πισός, ὁ, Α το φυτό πίσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. (πρβλ. λατ. pisum]. (II) ίσεος, τὸ, Α (επικ. τ.) (μόνο στον πληθ.) τὰ πίσεα κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.).… …   Dictionary of Greek

  • πηδύω — Α (κατά τον Ησύχ.) (δ. γρφ.) πιδύω* …   Dictionary of Greek

  • πιδώ — άω, Α (δ. τ. τού πιδύω) αναβλύζω, ξεπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, μέσω αμάρτυρου τ. *πίδη ή *πῖδος (βλ. πίδακας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”