πιδύω — πῑδύω , πιδύω gush forth pres subj act 1st sg πῑδύω , πιδύω gush forth pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιδύω — Α αναβλύζω, βγαίνω, ξεπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, μέσω αμάρτυρου *πῖδυς (βλ. πίδακας)] … Dictionary of Greek
διαπιδύει — διαπῑδύει , διά πιδύω gush forth pres ind mp 2nd sg διαπῑδύει , διά πιδύω gush forth pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιδύει — πῑδύει , πιδύω gush forth pres ind mp 2nd sg πῑδύει , πιδύω gush forth pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιδύουσιν — πῑδύουσιν , πιδύω gush forth pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πῑδύουσιν , πιδύω gush forth pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπιδύει — ἀποπῑδύει , ἀπό πιδύω gush forth pres ind mp 2nd sg ἀποπῑδύει , ἀπό πιδύω gush forth pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπιδύω — ἀναπιδύω (AM) [πιδύω] αναβλύζω, αναβρύω … Dictionary of Greek
διαπιδύω — (Α διαπιδύω) [πιδύω] ρέω αργά μέσα από τους πόρους τού σώματος αρχ. διυλίζω, διηθώ … Dictionary of Greek
πίσος — (I) και πισός, ὁ, Α το φυτό πίσο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. (πρβλ. λατ. pisum]. (II) ίσεος, τὸ, Α (επικ. τ.) (μόνο στον πληθ.) τὰ πίσεα κάθυγροι τόποι, τόποι ελώδεις και κατάφυτοι, λιβάδια («αἵ τ ἄλσεα καλά νέμονται... καὶ πίσεα ποιήεντα», Ομ. Ιλ.).… … Dictionary of Greek
πηδύω — Α (κατά τον Ησύχ.) (δ. γρφ.) πιδύω* … Dictionary of Greek
πιδώ — άω, Α (δ. τ. τού πιδύω) αναβλύζω, ξεπηδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖδαξ, μέσω αμάρτυρου τ. *πίδη ή *πῖδος (βλ. πίδακας)] … Dictionary of Greek