πῑότης

πῑότης

πῑότης, ητος, ἡ, Fettigkeit, Fett; Arist. H. A. 3, 17; Luc. Amor. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πιότης — fattiness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιοτής — ο, Ν [πιοτί / πιοτό] πότης, μέθυσος …   Dictionary of Greek

  • πιότης — ητος, ἡ, ΜΑ [πίος] μτφ. πλούτος, ευημερία αρχ. η ιδιότητα τού πίου, το να είναι κάτι παχύ, λιπαρό («ὅσα πιότητά τινα ἔχει και λίπος», Θεόφρ.) …   Dictionary of Greek

  • πιοτήτων — πιότης fattiness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιότητα — πιότης fattiness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιότητες — πιότης fattiness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιότητι — πιότης fattiness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιότητος — πιότης fattiness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίος — (Pius). Όνομα 12 παπών. 1. Π. Α’. Έγινε πάπας της Ρώμης πιθανότατα το 140 και διοίκησε τη Δυτική Εκκλησία μέχρι το 155. Για τη ζωή και τη δράση του δεν υπάρχουν σαφείς πληροφορίες. 2. Π. Β’ (Ενέα Σίλβιο Πικολόμινι, 1405 – 1464). Παλαιός… …   Dictionary of Greek

  • ՊԱՐԱՐՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0630 Chronological Sequence: Unknown date գ. λίπασμα, πιότης, τὸ πίον pinguedo πάχος crassitudo στέαρ adeps. Պարարտ գոլն. եւ իրք պարարտք. գիրութիւն. ... *Ի պարարտութէան երկրի: Դաշտք քո լցցին պարարտութեամբ: Զպարարտութիւն նոցա ուղղածուծ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”