- πῑσύγγιον
πῑσύγγιον, τό, Schusterwerkstätte, Poll. 7, 82.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πῑσύγγιον, τό, Schusterwerkstätte, Poll. 7, 82.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πισύγγιον — shoemaker neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισύγγιον — τὸ, Α [πίσυγγος] εργαστήριο υποδημάτων, υποδηματοποιείο … Dictionary of Greek
πισύγγια — πισύγγιον shoemaker neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)