πήλαξ

πήλαξ

πήλαξ, ᾱκος, ὁ, ein Schmutzfinke, VLL. leiten davon πηλακίζω ab.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πήλαξ — ακος, ὁ, Α ο πηλός, η λάσπη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πηλακίζω] …   Dictionary of Greek

  • πήλακος — πήλαξ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλακίζω — Α ρίχνω λάσπη, πετάω λάσπη εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πηλακίζω που μαρτυρείται μόνο σε πάπυρο και στο Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικόν μάλλον επινοήθηκε, όπως και ο τ. πήλαξ (< πηλός + επίθημα αξ, ακος) από τους λεξικογράφους προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

  • προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”