πήλινος

πήλινος

πήλινος, von Thon, Lehm gemacht, thönern, lehmern; Dem. 4, 26; ἔργα, Luc. Prom. 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πήλινος — of clay masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήλινος — η, ο / πήλινος, ίνη, ον και δωρ. τ. πάλινος, ΝΜΑ [πηλός] κατασκευασμένος από πηλό (α. «πήλινα αγγεία» β. «τας πηλίνας λεκάνας», Παπαδ. γ. «τὰ πήλινα καὶ κεράμεα στεγάσματα», Πλούτ.) αρχ. 1. το αρσ. ως ουσ. οἱ πήλινοι οι πήλινοι ανδριάντες 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • πήλινος — η, ο ο κατασκευασμένος από πηλό, ο χωματένιος: Πήλινα αγγεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πηλίνων — πήλινος of clay fem gen pl πήλινος of clay masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πήλινον — πήλινος of clay masc acc sg πήλινος of clay neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίναις — πήλινος of clay fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίνη — πήλινος of clay fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίνην — πήλινος of clay fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίνης — πήλινος of clay fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίνοις — πήλινος of clay masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηλίνου — πήλινος of clay masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”