- πίθᾱκος
πίθᾱκος, ὁ, dor. = πίϑηκος, Ar. Ach. 871.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίθᾱκος, ὁ, dor. = πίϑηκος, Ar. Ach. 871.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίθακος — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πίθηκος … Dictionary of Greek
πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην … Dictionary of Greek