πίλημα

πίλημα

πίλημα, τό, 1) gekrämpte, gefilzte Wolle oder Haare, Filz, alles aus Filz Gemachte, Sp., auch πῖλος, pileus, Callim. frg. 125. – 2) übh. alles Verdichtete, wie λημνίσκων πιλήματα χρυσᾶ Ath. V, 210 d; πίλημα λαμβάνων τῆς πολυτελεστάτης πορφύρας, Ath. XII, 535 e; Plut. u. a. Sp.; von Wolken, Arist. mund. 4; Poll. 2, 233 erkl. σὰρξ πίλημα μαλακόν, λιπαρόν.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίλημα — compressed wool neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίλημα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 340 μ.), στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού. * * * το, Ν ΜΑ [πιλώ (Ι)] χοντρό ύφασμα από συμπιεσμένες με ειδική τεχνική τρίχες ζώων, κετσές νεοελλ. τεμάχιο παρόμοιου υφάσματος υπό μορφή κώνου με επεξεργασία… …   Dictionary of Greek

  • πίλημα — το, ατος είδος χοντρού υφάσματος από τρίχες ζώου, αλλιώς κετσές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιλημάτων — πίλημα compressed wool neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλήμασι — πίλημα compressed wool neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλήμασιν — πίλημα compressed wool neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλήματα — πίλημα compressed wool neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλήματι — πίλημα compressed wool neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιλήματος — πίλημα compressed wool neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίλος — ο / πῑλος, ΝΜΑ 1. κάλυμμα τής κεφαλής, καπέλο 2. είδος μύκητα που προσβάλλει την αμυγδαλιά και τα εσπεριδοειδή μσν. αρχ. 1. κάλυμμα τού κεφαλιού κατασκευασμένο από πίλημα, χωρίς γύρο, σκούφια («πῑλος τὸ ἐξ ἐρίων εἰργασμένον πρὸς τὸ κοιμᾱσθαι… …   Dictionary of Greek

  • εμβάς — η (Α ἐμβάς) νεοελλ. 1. ελαφρό υπόδημα από ύφασμα ή δέρμα για να φοριέται μέσα στο σπίτι, παντόφλα 2. παπούτσι από πίλημα ή ύφασμα που φορούν σε τόπους με εύφλεκτες ύλες αρχ. 1. χαμηλό παπούτσι από πίλημα που έδενε με λουριά, είδος παντόφλας 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”