- πίεστρον
πίεστρον, τό, = πιεστήριον, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίεστρον, τό, = πιεστήριον, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίεστρον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέστρῳ — πίεστρον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίεστρο — το / πίεστρον, ΝΑ το πιεστήριο νεοελλ. 1. κάθε όργανο με το οποίο πιέζεται, συσφίγγεται, συνθλίβεται κάτι, όπως ο πιεστικός κοχλίας, το έμβολο μηχανών, το βλήτρο πιέσεως κ.ά. 2. ιατρ. χειρουργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για την επίσχεση… … Dictionary of Greek