- πίσσινος
πίσσινος, att. -ττινος, von Pech, daraus gemacht oder bestehend; Ar. bei Poll. 10, 185; Luc. V. H. 2, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίσσινος, att. -ττινος, von Pech, daraus gemacht oder bestehend; Ar. bei Poll. 10, 185; Luc. V. H. 2, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίσσινος — και αττ. τ. πίττινος, ίνη, ον, Α [πίσσα] 1. ο φτιαγμένος από πίσσα ή αυτός που έχει αλειφθεί με πίσσα ή αυτός που έχει τη χροιά πίσσας 2. ο όμοιος με πίσσα («κατέσταζεν ἐξ αὐτοῡ δρόσος πιττίνη», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
πίσσινον — πίσσινος of masc acc sg πίσσινος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίττινον — πίσσινος of masc acc sg (attic) πίσσινος of neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιττίνη — πίσσινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίττινος — η, ον, Α (αττ. τ.) βλ. πίσσινος … Dictionary of Greek