πίσσα — πίσσᾱ , πίσσα pitch fem nom/voc/acc dual πίσσα pitch fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… … Dictionary of Greek
πίσσα — η 1. προϊόν απόσταξης γαιανθράκων, αλλιώς κατράμι, το, ή κατράνι, το. 2. μτφ., πολύ μαύρος: Μαύρος πίσσα, σκοτάδι πίσσα κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νέφος μελάντερον ἠύτε πίσσα. — См. Как смоль черный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πίσσας — πίσσᾱς , πίσσα pitch fem acc pl πίσσᾱς , πίσσα pitch fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσσαι — πίσσα pitch fem nom/voc pl πίσσᾱͅ , πίσσα pitch fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πισσῶν — πίσσα pitch fem gen pl πισσόομαι pres part act masc voc sg (doric aeolic) πισσόομαι pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) πισσόομαι pres part act masc nom sg πισσόομαι pres inf act (doric) πισσόω pitch over pres part act masc voc sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιττῶν — πίσσα pitch fem gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσσαν — πίσσα pitch fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσσης — πίσσα pitch fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίσσῃ — πίσσα pitch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)