πέλεθος

πέλεθος

πέλεθος, , auch σπέλεϑος, Menschenkoth, Ar. Ach. 1169 Eccl. 591 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέλεθος — ordure masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλεθος — ὁ, Α βλ. σπέλεθος …   Dictionary of Greek

  • πελέθου — πέλεθος ordure masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελέθων — πέλεθος ordure masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλεθον — πέλεθος ordure masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ογκοπελεθίαν — ὀγκοπελεθίαν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πέλεθον οὖσαν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + πέλεθος «κόπρος»] …   Dictionary of Greek

  • πελεθοβάψ — ὁ, ἡ, Α βουτηγμένος σε ακαθαρσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεθος «κόπρος» + βάψ (< βάπτω), πρβλ. πλινθο βάψ)] …   Dictionary of Greek

  • πελλία — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπέλεθοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το σπέλεθος (πρβλ. πέλεθος)] …   Dictionary of Greek

  • πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • σπέλεθος — ή πέλεθος, ὁ, Α τα κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ., όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, όπως φανερώνουν το επίθημα θος (πρβλ. όν θος, σπύρα θος), και πιθ. τα διπλά σύμφωνα τών τύπων σπέλληξι* και πελλία*. Κατά μία άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • φάκελος — (I) ο, ΝΑ, και εσφ. Υρφ. φάκελλος, Ν νεοελλ. χάρτινη θήκη για επιστολή ή για έγγραφο, η οποία κλείνει και μπορεί να σφραγιστεί 2. σύνολο εγγράφων που αναφέρονται σε ορισμένη υπόθεση («ο φάκελος τής Κύπρου») 3. το ιστορικό τής πολιτικής, κυρίως,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”