πέλεθρον

πέλεθρον

πέλεθρον, τό, = πλέϑρον, Hufe oder Morgen Landes, Il. 21, 407 Od. 11, 577 u. einzeln bei sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέλεθρον — a measure of land neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλεθρον — τὸ, Α βλ. πλέθρο …   Dictionary of Greek

  • πελέθρῳ — πέλεθρον a measure of land neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέλεθρα — πέλεθρον a measure of land neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέθρο — Αρχαία μονάδα μήκους και επιφάνειας. Ήταν γνωστή από την ομηρική εποχή και ισοδυναμούσε με 10 οργιές. Στους ιστορικούς χρόνους, ως μονάδα μήκους, αντιστοιχούσε προς 29,57 μ., και ως μονάδα επιφανείας προς 874 τ.μ. Επιπλέον ισοδυναμούσε με 100… …   Dictionary of Greek

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • άπλετος — η, ον (AM ἄπλετος, ον) νεοελλ. (για φως) λαμπρός, άφθονος αρχ. 1. απεριόριστος, απέραντος, τεράστιος 2. σπουδαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. άπλετος < α στερ. + πέλεθρον / πλέθρον, το β συνθετ. απαιτεί αρχική ρίζα με σημασ. «μετρώ». Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • απέλεθρος — ἀπέλεθρος, ον (Α) [πέλεθρον] αμέτρητος, άπειρος, απέραντος …   Dictionary of Greek

  • βάραθρο — το (AM βάραθρον, Α και βέρεθρον και βέθρον) 1. βαθύ χάσμα γης 2. όλεθρος, καταστροφή αρχ. 1. είδος γυναικείου κοσμήματος 2. μεγάλος και βαθύς λάκκος στην Αθήνα, όπου έριχναν τους καταδικασμένους σε θάνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. βέρεθρον (< *gwer ∂ )… …   Dictionary of Greek

  • ισοπέλεθρος — ἰσοπέλεθρος, ον (Α) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό πλέθρων με άλλον, ισομήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πέλεθρον] …   Dictionary of Greek

  • πελεθραίος — αία, ον, Α [πέλεθρον] πλεθριαίος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”