πάκτωσις

πάκτωσις

πάκτωσις, , das Befestigen, Zusammenfügen, Poll. 1, 84.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάκτωσις — fastening fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάκτωση — (I) η (Α πάκτωσις) [πακτώ] σύμπηξη, στερέωση νεοελλ. τεχνολ. τρόπος σύνδεσης μηχανικών εξαρτημάτων ή δομικών στοιχείων που δεν επιτρέπει τη μετακίνηση ή την περιστροφή τους. (II) η [πακτώνω (II)] μίσθωση αγροτικού κτήματος ή άλλου προσοδοφόρου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”