πάγρος

πάγρος

πάγρος, ὁ, = φάγρος, Arcad. 73, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάγρος — (pagrus). Γένος ψαριών της οικογένειας των σπαριδών. Αριθμεί 20 είδη σπάρων που ζουν στις θερμές και εύκρατες θάλασσες. Το αξιολογότερο είδος είναι ο π. ο κοινός ο οποίος φτάνει σε μήκος τα 65 εκ. Το βάρος του φτάνει τα 5 κιλά και ο χρωματισμός… …   Dictionary of Greek

  • φαγκρί — Είδος ψαριού της οικογένειας των σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Ανήκει στο γένος πάγρος και είναι γνωστό και με τις ονομασίες λυθρίνι ή μερτζάνα (πάγρος ο κοινός). Είναι μεγάλο ψάρι σαν την τσιπούρα και έχει την ίδια οδοντοφυΐα με αυτήν. Οι …   Dictionary of Greek

  • φάγρος — (I) ὁ, Α (κρητ. τ.) η ακόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. φάγρος μπορεί να συνδεθεί με το αρμεν. επιθ. bark (για γεύση) «πικρός, δριμύς», αλλά και «βίαιος, οργισμένος», πιθ. ως ουσιαστικοποιημένος τ. ενός επιθ. *φαγρός με… …   Dictionary of Greek

  • ՓԱԳՐՈՍ — (ի, աց.) NBH 2 0923 Chronological Sequence: 11c գ. Բառ յն. ֆաղրօս. կամ բա՛ղրօս. φάγρος, πάγρος phager, phagrus, pagrus. Կէտ մեծ ʼի նեղոս, որ ասի ունել ատամունս եւ մօրում, եւ ոսկր խիստ ʼի վերայ գլխոյն. ըստ կրետացւոց կոչեցեալ, որ է վէմ, յեսան.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”