- πάν-σκιος
πάν-σκιος, ganz schattig, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάν-σκιος, ganz schattig, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάνσκιος — ον, Μ αυτός που σκιάζεται από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σκιος (< σκιά), πρβλ. μακρό σκιος] … Dictionary of Greek