πάν-σεπτος

πάν-σεπτος

πάν-σεπτος, allverehrt, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόσεπτος — θεόσεπτος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο σέβεται, τον τιμά κάποιος ως θεό 2. άγιος, όσιος 3. ευσεβής, θεοσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σεπτος (< σέβομαι), πρβλ. πάν σεπτος, περί σεπτος] …   Dictionary of Greek

  • πάνσεπτος — η, ο / πάνσεπτος, ον, ΝΜΑ πανσεβάσμιος, πανόσιος, ιερότατος, πανίερος. επίρρ... πανσέπτως Μ με ιερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεπτός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”