πλέκω

πλέκω

πλέκω, aor. p. ἐπλέχϑην, häufiger ἐπλάκην, oder ἐπλέκην, flechten, drehen; bes. vom Flechten der Haare. Körbe, Seile u. dgl.; χαίτας πεξαμένη χερσὶ πλοκάμους ἔπλεξε, Il. 14, 176; πεῖσμα πλεξάμενος, Od. 10, 168; στέφανον, Pind. I. 7, 66; u. vom künstlichen Gesange, αἰχματαῖσι πλέκων ὕμνον, Ol. 6, 86, wie ῥήματα πλέκων N. 4, 94, μελέων ᾠδάς Critias bei Ath. XIII, 600 c; sp. D., μέλος, ὕμνον, Nonn. D. 1, 502. 2, 83; – auch = Listen, Ränke schmieden, ἦ δόλον τιν' ὦ ξέν' ἀμφί μοι πλέκεις, Aesch. Ch. 218, μηχανάς, frg. 309; aber περὶ βρέτει πλεχϑεὶς ϑεᾶς ἀμβρότου ist = umschlingen, Eum. 249; ποίας μηχανὰς πλέκουσι, Eur. Andr. 66; λόγους, Rhes. 834; μηχανὴ πεπλεγμένη, Andr. 996. – Eben so in Prosa: in eigentlichen Sinne, κράνεα πεπλεγμένα, Her. 7, 72, vom Drehen der Seile, Taue, 7, 85; τὸ πλεχϑέν, Plat. Polit. 283 a; βρόχον πεπλεγμένον σπάρτου, Xen. Cyn. 9, 13; σφενδόνας, An. 3, 3, 16; übertr., ἀεὶ σύ τινας τοιούτους πλέκεις λόγους, Plat. Hipp. min. 369 b; μηχανάς, Conv. 203 d; auch τὴν αὐτὴν ταύτην ἀπορίαν ἐν αὐτοῖς τοῖς εἴδεσι παντοδαπῶς πλεκομένην, Parm. 129 e; Sp., wie Theophr., Plut.; die auch sagen χηναλώπηξ πέπλεκταί οἱ τὸ ὄνομα, Ael. H. A. 5, 30, von dem zusammengesetzten Namen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλέκω — plait pres subj act 1st sg πλέκω plait pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκω — πλέκω, έπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

  • πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… …   Dictionary of Greek

  • πλέκω — έπλεξα, πλέχτηκα, πλεγμένος 1. με στρίψιμο ή κατάλληλες κινήσεις κάνω καλάθι, δίχτυ, στεφάνι, δαντέλα, κάλτσα. 2. μτφ., σχεδιάζω, καταστρώνω, ετοιμάζω: Έπλεξαν με λουλούδια στεφάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεπλεγμένα — πλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκετε — πλέκω plait pres imperat act 2nd pl πλέκω plait pres ind act 2nd pl πλέκω plait imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκῃ — πλέκω plait pres subj mp 2nd sg πλέκω plait pres ind mp 2nd sg πλέκω plait pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξαι — πλέκω plait aor imperat mid 2nd sg πλέκω plait aor inf act πλέξαῑ , πλέκω plait aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξον — πλέκω plait aor imperat act 2nd sg πλέκω plait fut part act masc voc sg πλέκω plait fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξω — πλέκω plait aor subj act 1st sg πλέκω plait fut ind act 1st sg πλέκω plait aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”