πλέες

πλέες

πλέες, οἱ, u. acc. πλέας, ep. statt πλέονες, πλέονας, compar. zu πολύς, mehrere, Il. 2, 129. 11, 395; dor. zsgzgn πλεῖς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλέες — πλέω sail imperf ind act 2nd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… …   Dictionary of Greek

  • χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …   Dictionary of Greek

  • pel-1, pelǝ-, plē- —     pel 1, pelǝ , plē     English meaning: full, to fill; to pour; town (?)     Deutsche Übersetzung: “gießen, fließen, aufschũtten, fũllen, einfũllen”; also ‘schwimmen, fließen machen, fliegen, flattern” and ‘schũtteln, schwingen, zittern… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”