πλάτος

πλάτος

πλάτος, τό, die Breite; Ar. Av. 1129; ἐν μήκει καὶ βάϑει καὶ πλάτει, Plat. Soph. 235 d; διώρυχα τρίπλεϑρον τὸ πλάτος, Critia. 115 d; u. so gew. bei Folgdn; ἐν πλάτει od. κατὰ πλάτος, in aller Breite, d. i. ausführlich, bes. Sp.; ἐν πλάτει τε καὶ κατ' ἀκρίβειαν, S. Emp. adv. phys. 2, 108; Ggstz κατὰ περιγραφήν, 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλάτος — breadth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτος — (I) ὁ, Α πλάτας*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πλάτης / πλάτας κατά τα αρσ. σε ος]. (II) το, ΝΜΑ 1. η τρίτη διάσταση τών στερεών εκτός από το μήκος και το ύψος, εύρος, φάρδος (α. «το πλάτος τού τοίχου» β. «νῆσον... μῆκος μὲν διηκοσίων σταδίων,… …   Dictionary of Greek

  • πλάτος — το ους 1. μια από τις τρεις διαστάσεις: Μήκος, ύψος, πλάτος. 2. η μικρότερη διάσταση επίπεδης επιφάνειας: Ο μαυροπίνακας έχει 4 μέτρα μήκος και 1 πλάτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατός — πλᾱτός , πλατός approachable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατός — ή, όν, Α αυτός τον οποίο μπορεί να πλησιάσει κανείς, ευπρόσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα *pelā / pelә2 (βλ. λ. πέλας) με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο] …   Dictionary of Greek

  • πλάτει — πλάτος breadth neut nom/voc/acc dual (attic epic) πλάτεϊ , πλάτος breadth neut dat sg (epic ionic) πλάτος breadth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατέεσσι — πλάτος breadth neut dat pl (epic) πλατύς wide masc/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατέεσσιν — πλάτος breadth neut dat pl (epic) πλατύς wide masc/neut dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτεος — πλάτος breadth neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτεσι — πλάτος breadth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτεσιν — πλάτος breadth neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”