πλάτη

πλάτη

πλάτη, , auch πλάτα, ἡ, Platte, die platte, breite Oberfläche eines Körpers; bes. das breite, untere Ende des Ruders, Aesch. Suppl. 127 Ag. 679; ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν, Soph. Ai. 351; O. C. 721; u. allgemeiner, τίνες πότ' ἐς γῆν τήνδε ναυτίλῳ πλάτῃ κατέσχετε, Phil. 220; πλάτῃ φυγόντες, Eur. I. T. 242; ναυπόρῳ πλάτῃ, Troad. 877, u. öfter; ναυτίλος, Ar. Ran. 1205; sp. D., wie Opp. Cyn. 2, 230. – Auch die Rippenknochen, Poll. 2, 133; – χερσαία πλάτη, Lycophr. 96, der Hirtenstab.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλάτη — flat fem nom/voc sg (attic epic ionic) πλάτης platform masc voc sg πλάτος breadth neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πλάτος breadth neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτῃ — πλάτη flat fem dat sg (attic epic ionic) πλάτης platform masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτη — I Νησί στη δυτική ακτή της Άνδρου, στη συστάδα των Γαυριονησιών. Tην ίδια ονομασία έχει στα ελληνικά και το νησί Γιασύ Αντά της Προποντίδας, στη συστάδα των Πριγκιπόνησων. II Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.), στην …   Dictionary of Greek

  • πλάτη — η 1. η ράχη, τα νώτα: Έχω έναν πόνο στην πλάτη. 2. ωμοπλάτη ζώου, η σπάλα. 3. το πίσω μέρος της καρέκλας, επίπλου, αντικειμένου: Η πλάτη της καρέκλας δεν είναι αναπαυτική. 4. μτφ., στήριγμα, υποστήριξη: Έχει πλάτες, γι αυτό μιλά έτσι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλατῆ — πλατύς wide neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατή — πλᾱτή , πλατός approachable fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάτηι — πλάτῃ , πλάτη flat fem dat sg (attic epic ionic) πλάτῃ , πλάτης platform masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλάται — πλάτη flat fem nom/voc pl πλάτᾱͅ , πλάτη flat fem dat sg (doric aeolic) πλάτης platform masc nom/voc pl πλάτᾱͅ , πλάτης platform masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατᾶν — πλάτη flat fem gen pl (doric aeolic) πλάτης platform masc gen pl (doric aeolic) πλᾱτᾶν , πλατός approachable masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατέων — πλάτη flat fem gen pl (epic ionic) πλάτης platform masc gen pl (epic ionic) πλάτος breadth neut gen pl (epic doric ionic aeolic) πλᾱτέων , πλατός approachable masc/fem gen pl (epic ionic) πλατύς wide masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλατῶν — πλάτη flat fem gen pl πλάτης platform masc gen pl πλάτος breadth neut gen pl (attic epic doric) πλᾱτῶν , πλατός approachable fem gen pl πλᾱτῶν , πλατός approachable masc/neut gen pl πλατύς wide masc/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”