- πλάστρια
πλάστρια, ἡ, fem. zu πλαστήρ, Bildnerinn, Hermes bei Stob. ecl. 1 p. 1084.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλάστρια, ἡ, fem. zu πλαστήρ, Bildnerinn, Hermes bei Stob. ecl. 1 p. 1084.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλάστρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστρια — ἡ, Α άλλος τ. θηλ. τού πλάστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάστης + κατάλ. θηλ. τρια (πρβλ. δικάσ τρια)] … Dictionary of Greek
πλάστριαν — πλάστρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)