- πλάστρα
πλάστρα, τά, Ohrgehänge; Ar. bei Clem. Al.; Poll. 5, 97. 7, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλάστρα, τά, Ohrgehänge; Ar. bei Clem. Al.; Poll. 5, 97. 7, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πλάστρα — η, Ν βλ. πλάστης … Dictionary of Greek
πλάστρα — πλάστρον ear ring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλάστης — ο, θηλ. πλάστρα / πλάστης, θηλ. πλάστις, ιδος, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. αυτός που πλάθει, κατασκευάζει κάτι, αυτός που με το πλάσιμο δίνει μορφή σε κάτι 2. (ιδίως) τεχνίτης ειδικός στην κατασκευή πήλινων ή κέρινων ομοιωμάτων 3. ο θεός ως δημιουργός τού… … Dictionary of Greek
πλάστρον — τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ πλάστρα (κατά τον Ησύχ.) α) ενώτια, σκουλαρίκια β) αγάλματα, είδωλα θεών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάσσω + επίθημα τρον (πρβλ. κρέμασ τρον, πίεσ τρον)] … Dictionary of Greek
πλάστης — ο θηλ. πλάστρα 1. αυτός που πλάθει. 2. ο δημιουργός Θεός: Σε σένα, Πλάστη και Θεέ, ετούτη τη στιγμή… (προσευχή). 3. πλαστήρι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)